Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανδρόγυνο
ουσιαστικό ουδέτερο i co`niugi ~mp~; mari`to ~m~ e mo`glie ~f~; co`ppia ~f~ sposa`ta αντρόγυνο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [ανδρόγυνο ^-ου, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |