Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανδρωμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [ανδρώνω]

αντρωμένος
επίθετο

1 variante di [ανδρωμένος]
2 participio passato del verbo [αντρώνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδρόφονος ανδρώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---