Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεβάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 porta`re su; far sali`re δεν μπορούμε να ανεβάσουμε το ψυγείο με το ασανσέρ==non possiamo portare su il frigorifero con l'ascensore
2 alza`re; solleva`re; eleva`re; tira`re su ο καθηγητής της ιστορίας μού ανέβασε το βαθμό==il professore di storia mi ha alzato il voto | μού ανέβασες το ηθικό==mi hai sollevato il morale | ανεβάζω το βιοτικό επίπεδο==elevare il tenore di vita
3 aumenta`re; rincara`re ανέβασαν πάλι τους φόρους==hanno aumentato di nuovo le tasse | θα ανεβάσουν την τιμή του ψωμιού==rincareranno il prezzo del pane
4 teatro me`ttere in scena ο θίασος θα ανεβάσει ένα έργο του Γκολντόνι==la compagnia teatrale metterà in scena un'opera di Goldoni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδρώνομαι ανεβαίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---