Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναβατόρι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [αναβατόριο] αναβατόριο ουσιαστικό ουδέτερο 1 elevato`re ~m~ 2 montaca`richi ~m~ ανεβατόρι ουσιαστικό ουδέτερο variante di [αναβατόριο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |