Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναβαπτίζομαι
ρήμα παθητικό 1 e`ssere ribattezza`to 2 ((figurato)) rinnova`rsi spiritualme`nte αναβαφτίζω ρήμα μεταβατικό variante di [αναβαπτίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |