Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναβολή
ουσιαστικό θηλυκό rinvi`o ~m~; differime`nto ~m~ πήρε αναβολή από το στρατό λόγο σπουδών==ha ottenuto il rinvio del servizio militare per motivi di studio | το θέμα δε σηκώνει αναβολή==la questione non può essere rimandata | αναβολή δίκης==rinvio di una causa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |