Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναβρασμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 ribolli`o ~m~; ebollizio`ne ~f~ 2 fermentazio`ne ~f~ 3 ((figurato)) agitazione; fermento; ebollizione επικρατεί προεκλογικός αναβρασμός==regna un'agitazione preelettorale | η πόλη βρίσκεται σε αναβρασμό==la città è in fermento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |