Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανάβω
ρήμα μεταβατικό 1 acce`ndere ανάβω το φως==accendere la luce | ανάβω ένα κερί==accendere una candela 2 far adira`re; far arrabbia`re 3 ((figurato)) eccita`re; infiamma`re τα υπονοουμένά της τον άναψαν==le sue allusioni lo eccitarono ανάβω ρήμα αμετάβατο 1 acce`ndersi; pre`ndere fuo`co τα ξύλα δε λένε ν' ανάψουν==la legna non ne vuol sapere di accendersi 2 θυμώνω arrabbia`rsi; incolleri`rsi; adira`rsi τού άναψαν τα λαμπάκια==andò in collera | άναψε όταν με είδε==appena mi vide si arrabbiò | ανάβουν τα πνεύματα==gli animi si accendono permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαανάβω το φλας = mettere la freccia || μπορείτε να μου ανάψετε; = mi fa accendere? Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |