Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναγείρω
ρήμα μεταβατικό variante di [ανεγείρω] ανεγείρομαι ρήμα παθητικό e`rgersi ανεγείρω ρήμα μεταβατικό 1 costrui`re; edifica`re; eri`gere ανεγείρω ένα σχολείο==erigere una scuola 2 eri`gere; innalza`re ανεγείρω άγαλμα==innalzare una statua | ανεγείρω ένα μνημείο==erigere un monumento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |