Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανεγδιήγητος
επίθετο variante di [ανεκδιήγητος] ανεκδιήγητος επίθετο 1 indescrivi`bile; inenarra`bile ανεκδιήγητα δεινά==sofferenze inenarrabili | ανεκδιήγητες περιπέτειες==avventure indescrivibili 2 spasso`so; stravaga`nte; bizza`rro; ridi`colo είναι πραγματικά ανεκδιήγητος==è un tipo veramente spassoso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |