Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεγκέφαλος  
επίθετο

1 medicina senza cerve`llo
2 ((figurato)) scervella`to; privo di giudi`zio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεγέρσιμος ανέγκλητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---