Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναγνωρισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αναγνωρίζω] 2 matu`ro 3 riconosciu`to αναγνωρισμένος συγγραφέας==uno scrittore riconosciuto ανεγνωρισμένος επίθετο 1 participio passato del verbo [αναγνωρίζω] 2 variante di [αναγνωρισμένος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |