Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναγόρευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 no`mina ~f~ 2 conferime`nto ~m~ αναγόρευση σε τρύτανη του Πανεπιστημίου==nomina a rettore dell'Università | αναγόρευση σε επίτιμο διδάκτορα==conferimento della laurea honoris causa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |