Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναγούλα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 na`usea ~f~; vo`glia ~f~ di vomita`re μου έρχεται αναγούλα==mi viene da vomitare
2 ((per estensione)) schifo ~m~ το φαγητό που ετοίμασες είναι σκέτη αναγούλα==il cibo che hai preparato è uno schifo
3 ((figurato)) na`usea ~f~; disgu`sto ~m~ οι τρόποι του μού φέρνουν αναγούλα==i suoi modi mi fanno venire la nausea, mi rivoltano lo stomaco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναγορεύω αναγουλιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---