Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναγουλιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αναγουλιάζω]
2 disgusta`to
3 nausea`to
4 schifo`so
5 stomaca`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναγούλιασμα αναγουλιαστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---