Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναγνώστης
ουσιαστικό αρσενικό letto`re ~m~ αναγνώστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αναγνώστης ^-η, ο^] 2 lettri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |