Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανάγγιχτος
επίθετο variante di [ανέγγιχτος] ανέγγιγος επίθετο variante di [ανέγγιχτος] ανέγγιχτος επίθετο inta`tto; non tocca`to άφησε το φαγητό ανέγγιχτο==ha lasciato il cibo intatto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |