Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβροχιά  
ουσιαστικό θηλυκό

((popolare)) siccità ~f~ στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι==meglio di niente; in mancanza di meglio…

ανεβροχιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αναβροχιά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναβράω αναβρύζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---