Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναγειρτός, (raro) ανάγειρτος
επίθετο

variante di [αναγερτός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναγειρτά, (raro) ανάγειρτα αναγείρω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---