Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναγεννιέμαι
ρήμα παθητικό rigenera`rsi αναγεννώ ρήμα μεταβατικό 1 ricrea`re; rigenera`re 2 ((figurato)) fare rina`scere ο καθαρός αέρας θα σε αναγεννήσει==l'aria pura ti farà rinascere αναγεννώμαι ρήμα παθητικό rina`scere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |