Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναγκαία  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

fabbiso`gno ~m~; il necessa`rio ~m~ per vi`vere

αναγκαία  
επίρρημα

necessariame`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναγκάζω αναγκαίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---