Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναγκασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αναγκάζω]
2 costre`tto
3 obbliga`to
4 vincola`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναγκαιότητα αναγκασμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---