Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναγκαστικός  
επίθετο

1 obbligato`rio; costritti`vo
2 necessa`rio; forza`to αναγκαστική προσγείωση==atterraggio forzato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναγκαστικά αναγκεμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αναγκαστική προσγείωση = atterraggio [αρσ.] di fortuna


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---