Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανάγκη
ουσιαστικό θηλυκό 1 necessità ~f~; biso`gno ~m~ σε περίπτωση ανάγκης==in caso di bisogno, di necessità | πράγματα πρώτης ανάγκης==generi di prima necessità | κατάσταση εκτάκτου ανάγκης==stato di necessità 2 biso`gno ~m~; ristrette`zza ~f~ βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη==trovarsi in gravi ristrettezze 3 biso`gno ~m~ (corporale) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαέχω ανάγκη να κάνω κάτι = aver bisogno di fare qualcosa || έχω ανάγκη από κάτι = aver bisogno di qualcosa || σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης = in caso d'emergenza || σε περίπτωση ανάγκης = in caso di necessità Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |