Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναγκάζομαι
ρήμα παθητικό obbliga`rsi αναγκάζω ρήμα μεταβατικό costri`ngere; obbliga`re; forza`re τον ανάγκασαν να υπογράφει==lo costrinsero a firmare | τον ανάγκασαν να την παντρευτεί==lo obbligarono a sposarla | δε μπορείς να με αναγκάσεις==non puoi costringermi permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααναγκάζω κανέναν να βιαστεί = mettere fretta a qualcuno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |