Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναγέννηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 rinascime`nto ~m~; rigenerazio`ne ~f~; rina`scita ~f~; rinnovame`nto ~m~ πνευματική αναγέννηση==rinascita, rinnovamento spirituale 2 storia Rinascime`nto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |