Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 fanti`no ~m~; cavalie`re ~m~
2 anima`le ~m~ da monta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναβατήρας αναβατόρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---