Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανέβασμα
ουσιαστικό ουδέτερο il sali`re ~m~; ascensio`ne ~f~; sali`ta ~f~ το ανέβασμα με κούρασε πολύ==la salita mi ha stancato molto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |