Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβαίνω
ρήμα αμετάβατο

variante di [ανεβαίνω]

ανεβαίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 sali`re ανεβαίνω στο βουνό==salire sulla montagna | ο πίθηκος ανέβηκε στο δέντρο==la scimmia salì sull'albero
2 monta`re; sali`re sopra ανεβαίνω στο ποδήλατο==montare sulla bicicletta
3 sali`re; imbarca`rsi οι αστροναύτες ανέβηκαν στο διαστημόπλοιο==gli astronauti salirono sull'astronave
4 sali`re; aumenta`re η θερμοκρασία ανέβηκε==la temperatura è salita, è aumentata
5 ((figurato)) sali`re; asce`ndere ανέβηκε ραγδαία στα ψηλότερα αξιώματα==è asceso velocemente alle più alte cariche
6 ((figurato)) sali`re; cre`scere ανέβηκε στην εκτίμησή μου==è salito nella mia stima

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάβαθος αναβαλλόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---