Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανδροκρατούμαι  
ρήμα παθητικό

e`ssere governa`to prevalenteme`nte da uo`mini ανδροκρατούμενη κοινωνία==società maschilista | η βουλή ανδροκρατείται==al Parlamento c'è una netta prevalenza maschile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδροκρατία ανδρόπαυση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---