Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανδρείος  
επίθετο

coraggio`so; valoro`so

αντρείος
επίθετο

variante di [ανδρείος ^-α, -ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδρείκελο ανδρειωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---