Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑνδαλουσιανή
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Ανδαλουσιανός ^-ού, ο^] 2 andalu`sa ~f~; abita`nte ~f~ dell'Andalusi`a ανδαλουσιανός επίθετο andalu`so; dell'Andalusi`a Ανδαλουσιανός ουσιαστικό αρσενικό andalu`so ~m~; abita`nte ~m~ dell'Andalusi`a permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |