Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναψυχή
ουσιαστικό θηλυκό 1 risto`ro ~m~; refrige`rio ~m~; sollie`vo ~m~; ripo`so ~m~ τόπος αναψυχής==luogo che ristora lo spirito 2 ψυχαγωγία divertime`nto ~m~; ricreazio`ne ~f~; piace`re ~m~ ταξίδι αναψυχής==viaggio di piacere permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαταξείδι αναψυχής = viaggio [αρσ.] di piacere Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |