Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναψυκτήριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

bar ~m~ o chio`sco ~m~ che vende bi`bite (per lo più analco`liche)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναψοκοκκινισμένος αναψυκτικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---