Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναψηλαφώ  
ρήμα μεταβατικό

riesamina`re; revisiona`re αναψηλαφώ τους λογαριασμούς==revisionare i conti | αναψηλαφώ ένα πρόβλημα==riesaminare un problema

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναψηλάφησις αναψοκοκκινίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---