Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναχωρητής  
ουσιαστικό αρσενικό

anacore`ta ~m~

αναχωρήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αναχωρητής ^-ή, ο^]
2 anacore`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναχώρηση αναχωρητισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---