Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναψηλάφηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 revisio`ne ~f~; riesa`me ~m~
2 diritto revisio`ne ~f~ αναψηλάφηση δίκης==revisione di un processo

αναψηλάφησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di αναψηλάφηση ^-ης, η^

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναχωρών αναψηλαφώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---