Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανήλιαγος
επίθετο

lo stesso che [ανήλιος ^-α, -ο^]

ανήλιαστος
επίθετο

lo stesso che [ανήλιος ^-α, -ο^]

ανήλιος  
επίθετο

non soleggia`to; bu`io μένει σ' ένα ανήλιαγο διαμέρισμα==abita in un alloggio poco soleggiato | ανήλιος κελί==cella buia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανηλεώς ανηλικιότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---