Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανατρουλώ
ρήμα μεταβατικό variante di [ανατρουλίζω] ανατρουλώνομαι ρήμα παθητικό variante di [ανατρουλώνονομαι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |