Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ανατροφοδοτημένος
επίθετο
participio passato del verbo
[ανατροφοδοτώ]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ανατροφή
ανάτυπο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ανατροπέας
{ανατροπ-ε...
ανατροπή
[θηλ.ουσ]
ανατρουλώ
[ρ. μτβ.]
ανατρουλώνομαι
aor ανατρο...
ανατροφή
{χωρ. πληθ...
ανατροφοδοτημένος
[επίθ.]
ανάτυπο
{ανατύπ-ου...
ανατυπωμένος
[επίθ.]
ανατυπώνω
aor subj α...
ανατύπωση
{-ης κ. -ώ...
άναυδος
[επίθ.]
αναφαίνομαι
{αναφάνηκα...
αναφαίρετος
[επίθ.]
ανάφαση
{-ης κ. -ά...
αναφερθείς
[επίθ.]
αναφερμένος
[επίθ.]
αναφέρνω
ipf aor αν...
αναφέρομαι
ipf 3pl αν...
αναφερόμενος
[επίθ.]
αναφέρω
{ανέφερα, ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis