Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανατροπή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 rovesciame`nto ~m~; capovolgime`nto ~m~; ribaltame`nto ~m~
2 abbattime`nto ~m~; rovesciame`nto ~m~; sovvertime`nto ~m~ η ανατροπή του κατεστημένου==il sovvertimento del sistema, dell'ordine costituito
3 confutazio`ne ~f~
4 sconvolgime`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανατροπέας ανατρουλώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---