Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανατριχιαστικός  
επίθετο

orripila`nte; raccapriccia`nte οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενός φόνου==i particolari raccapriccianti di un assassinio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανατριχιασμένος ανατριχίλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---