Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανατριχιάζω  
ρήμα αμετάβατο

rabbrividi`re; ave`re i bri`vidi ανατριχιάζω από φόβο==rabbrividire dalla paura | ανατριχιάζω από το κρύο==rabbrividire dal freddo | με κάνει και ανατριχιάζω==mi fa venire i brividi, la pelle d'oca

ανατριχιώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [ανατριχιάζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάτρησις ανατρίχιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---