Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναθρέφομαι
ρήμα παθητικό

variante di [ανατρέπομαι]

αναθρέφω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ανατρέπω]

αναθρέφω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ανατρέφω]

ανατρέπομαι
ρήμα παθητικό

1 capovo`lgersi
2 ribalta`rsi
3 sbilancia`rsi

ανατρέπω
ρήμα μεταβατικό

1 rovescia`re; capovo`lgere; ribalta`re ανατρέπω ένα αυτοκίνητο==ribaltare una macchina | το άλογο ανάτρεψε τον αναβάτη==il cavallo ha sbalzato di sella il cavaliere
2 ((figurato)) rovescia`re; abba`ttere; sovverti`re ανατρέπω την κυβέρνηση==rovesciare il governo
3 ((figurato)) rovescia`re; cambia`re radicalme`nte η άφιξή των ενισχύσεων ανέτρεψε την κατάσταση==l'arrivo dei rinforzi ha rovesciato la situazione
4 confuta`re ανέτρεψα τους ισχυρισμούς του==ho confutato le sue asserzioni
5 manda`re a mo`nte; manda`re all'a`ria; sconvo`lgere μού ανέτρεψε τα σχέδια==mi ha sconvolto i piani

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναθρεμμένος αναθροφή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---