Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανατρίχιασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bri`vido ~m~
2 ((figurato)) raccapri`ccio ~m~

ανατριχίλα
ουσιαστικό θηλυκό

lo stesso che [ανατρίχιασμα ^-ατος, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανατριχιάζω ανατριχιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---