Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανατροπέας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

sovvertito`re ~m~; sovverso`re ~m~; sovversi`vo ~m~; everso`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανατριχιώ ανατροπή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---