Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναθροφή
ουσιαστικό θηλυκό variante di [ανατροφή] ανατροφή ουσιαστικό θηλυκό 1 l'allevare (un bambino) 2 educazio`ne ~f~ δεν έχει καθόλου ανατροφή==non ha nessuna educazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |