Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάκακος
επίθετο 1 senza cattive`ria; buo`no; bona`rio; beni`gno ένα άκακο ανθρωπάκι==un buon uomo 2 inno`cuo; innoce`nte άκακο αστείο==scherzo innocuo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |