Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακαλλώπιστος  
επίθετο

1 non abbelli`to; disado`rno ακαλλώπιστο δωμάτιο==stanza disadorna
2 trascura`to ακαλλώπιστο πάρκο==parco trascurato
3 se`mplice; senza orpe`lli; disado`rno ακαλλώπιστο ύφος==stile disadorno, semplice

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαλλιέργητος ακαλμάριστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---