Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακάλυπτος  
επίθετο

1 non cope`rto; non chiu`so; scope`rto ακάλυπτος χώρος==spazio non coperto
2 nudo; scope`rto τα ακάλυπτα μέρη του σώματός της είχαν μαυρίσει==le parti scoperte del suo corpo si sono abbronzate
3 indife`so; non prote`tto; espo`sto; senza soste`gno; senza appo`ggio τα σύνορα έμειναν ακάλυπτα==il confine rimase indifeso | το διοικητικό συμβούλιο άφησε ακάλυπτο τον πρόεδρο==il consiglio d'amministrazione non appoggiò il presidente
4 economia scope`rto; senza copertu`ra ακάλυπτη επιταγή==assegno scoperto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαλμάριστος ακαματεύω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ακάλυπτη επιταγή = assegno [αρσ.] a vuoto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---